Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως οι δύο παράγοντες που επηρεάζουν την υγεία μας είναι το DNA μας και το περιβάλλον.
Είναι λοιπόν εμφανές ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες από μόνοι τους, δεν μπορούν να εξηγήσουν επαρκώς γιατί κάποια νοσήματα εμφανίζονται συχνότερα σε κάποιες οικογένειες ή πληθυσμούς. Είναι μάλιστα πολύ συχνό φαινόμενο στον πληθυσμό χρόνιες ασθένειες όπως τα καρδιαγγειακά νοσήματα, τα νευροεκφυλιστικά νοσήματα, συγκεκριμένοι τύποι καρκίνων, ο διαβήτης, κ.α να εκδηλώνονται με μεγαλύτερη συχνότητα σε ορισμένες οικογένειες από ότι σε άλλες. Σε τέτοιες περιπτώσεις η συμβολή της γενετικής προδιάθεσης στην εκδήλωση της νόσου είναι σχεδόν καθοριστική.
Οι 2 παραπάνω παράγοντες, το DNA και το περιβάλλον, συχνά δεν είναι ανεξάρτητοι. Οι πιθανές αλληλεπιδράσεις μεταξύ γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων είναι πιθανόν να συμβάλλουν στο μεγαλύτερο μέρος της νόσου στους περισσότερους πληθυσμούς.
Τι σημαίνει αυτό…ένα απλό παράδειγμα: δύο άνθρωποι ιδίου φύλου και ίδιας χρονολογικής ηλικίας που τρώνε με την ίδια συχνότητα, παρόμοιες ποσότητες επεξεργασμένου κρέατος μπορεί να διαφέρουν ως προς την προδιάθεσή τους να αναπτύξουν, για παράδειγμα, καρκίνο του παχέος εντέρου, ο οποίος και έχει συνδεθεί με την αυξημένη κατανάλωση επεξεργασμένου κρέατος, τα τελευταία χρόνια. Ο ένας με υψηλή γενετική προδιάθεση μπορεί να είναι πιο ευάλωτος στο να αναπτύξει καρκίνο του παχέος εντέρου ακόμη και σε νεαρότερη ηλικία, σε σχέση με κάποιον άλλον που μπορεί να τρώει την ίδια ποσότητα επεξεργασμένου κρέατος αλλά δεν έχει την ίδια γενετική προδιάθεση. Με άλλα λόγια δεν θα αναπτύξουν όλοι οι άνθρωποι που τρώνε αυξημένες ποσότητες επεξεργασμένου κρέατος καρκίνο του εντέρου, αλλά πιθανότατα, μόνον αυτοί που έχουν υψηλή γενετική προδιάθεση, η οποία σε συνδυασμό με την αυξημένη κατανάλωση επεξεργασμένου κρέατος οδηγεί τελικά σε καρκίνο.
Αυτό αποτελεί και το λεγόμενο «είναι στον άνθρωπο» στο οποίο πολύ συχνά αναφέρονται οι μεγαλύτεροι άνθρωποι στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν τέτοιου είδους διαφορές οι οποίες δεν εξηγούνται διαφορετικά από άλλους αντικειμενικούς κι εξωγενείς παράγοντες.
Η μελέτη του γενετικού υπόβαθρου λοιπόν σε συνδυασμό με τη μελέτη των περιβαλλοντικών παραγόντων μπορεί να δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις στο γιατί κάποια νοσήματα εμφανίζονται συχνότερα σε κάποιες οικογένειες. Το κυριότερο όμως είναι ότι θα οδηγήσει στην αποτελεσματική πρόληψη και αντιμετώπιση των κυριότερων χρόνιων ασθενειών.
Το πιο εντυπωσιακό παρόλα αυτά είναι ότι ο καθοριστικότερος ίσως παράγοντας της υγείας μας, το DNA μας, δε λαμβάνονταν μέχρι στιγμής υπόψιν στις προληπτικές μας εξετάσεις. Με τη ραγδαία πρόοδο της έρευνας στην επιστήμη της γενετικής, τα τελευταία χρόνια, είναι πλέον εφικτή η αξιολόγηση των μοναδικών χαρακτηριστικών του DNA μας που μας προδιαθέτουν σε χρόνιες ασθένειες.